ἀμβροσίου

ἀμβροσίου
ἀμβρόσιος
immortal
masc/neut gen sg
ἀμβρόσιος
immortal
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμβροσίου — Ἀμβρόσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμβροσίου, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα. Εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους της Οδησσού. Αρνήθηκε αρχικά να κατηχηθεί στη Φιλική Εταιρεία (1816), κατηχήθηκε όμως αργότερα (1819) και έπαιξε σημαντικό ρόλο.… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • Αυγουστίνος, άγιος — (Ταγκάστη, Βόρεια Αφρική 354 – Ιππών 430 μ.Χ.). Άγιος, πατέρας της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή, την αγία Μόνικα, και από πατέρα ειδωλολάτρη, τον δέκαρχο Πατρίκιο, που λέγεται ότι βαφτίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.… …   Dictionary of Greek

  • Τσενάλε, Μπερναντίνο — (Zenale, Τρεβίλιο περ. 1456 – Μιλάνο 1526). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυξε στο Μιλάνο, όπου συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του Μπουτινόνε στα έργα: Τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίας των Ευχαριστιών (περ.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”